διάσειστοι

διάσειστοι
διάσειστος
shaken about
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διάσειστος — διάσειστος, ον (Α) φρ. «διάσειστοι ἀστράγαλοι, κύβοι» για τα ζάρια που τα έχει κανείς κουνήσει με τα χέρια και κατόπιν τα ρίχνει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”